- καμηλωτή
- η1. το δέρμα τής καμήλας2. κουβέρτα ή ρούχο που φτιάχνεται από τρίχες καμήλας.[ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + κατάλ. -ωτή, θηλ. τού -ωτός (πρβλ. αγκυλ-ωτός, καγκελ-ωτός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek